- γενναιοτάτους
- γενναῑοτάτους , γενναῖοςtrue to one's birthmasc acc superl plγενναῑοτάτους , γενναῖοςtrue to one's birthmasc acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.